Από τον Σεπτέμβριο του 1939, που ξέσπασε στην Ευρώπη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η ελληνική πολιτική ηγεσία παρακολουθούσε τις επιχειρήσεις του με αγωνία, ως ουδέτερη δύναμη. Περίπου ένα χρόνο αργότερα, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, η Ιταλία με ηγέτη τον Μουσολίνι και αφού είχε επιδείξει ηγεμονικές προθέσεις κατά της Ελλάδας με σειρά προκλήσεων, κηρύττει επίσημα τον πόλεμο εναντίον της. Ανακοινωθέν του Γενικού Ελληνικού Στρατηγείου, που είχε εκδοθεί νωρίς το πρωί εκείνης της ημέρας, ανήγγειλε με λιτότητα την κατά της Ελλάδας φασιστική επίθεση, από την αλβανική μεθόριο, με τα εξής: «Αι ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από την 5ην π.μ. σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της ελληνο-αλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους.» Οι Ιταλοί, πράγματι, είχαν προσβάλλει τις ελληνικές θέσεις πραγματοποιώντας ταυτόχρονα και τον πρώτο αεροπορικό βομβαρδισμό τους στον Πειραιά, το Τατόι και την Πάτρα.
Ο Πρωθυπουργός της χώρας, Ι. Μεταξάς, είχε πληροφορήσει το Υπουργικό Συμβούλιο ήδη από τις 25 Οκτωβρίου για πιθανή ιταλική επίθεση, γεγονός που επαληθεύθηκε από την επίσκεψη που δέχθηκε τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου από τον Ιταλό Πρέσβη Γκράτσι, στο σπίτι του στην Κηφισιά, ο οποίος και του διαβίβασε την επείγουσα ανακοίνωση, το έγγραφο- τελεσίγραφο: «Η ιταλική κυβέρνησις ηναγκάσθη επανειλημμένως να διαπιστώσει ότι κατά την εξέλιξιν της παρούσης συρράξεως η ελληνική κυβέρνησις έλαβε και ετήρησε στάσιν, η οποία αντίκεινται όχι μόνο προς τας ομαλάς σχέσεις ειρήνης και καλής γειτονίας μεταξύ δύο χωρών, αλλά και προς τα καθωρισμένα καθήκοντα τα απορρέοντα δια την ελληνικήν κυβέρνησιν εκ της ιδιότητος αυτής ως ουδετέρου κράτους.
Κατ’ επανάληψιν ευρέθη η ιταλική κυβέρνησις εις την ανάγκην να ανακαλέση την ελληνικήν κυβέρνησιν εις την εκπλήρωσιν των καθηκόντων της και να διαμαρτυρηθή εναντίον της συστηματικής παραβιάσεώς των, παραβιάσεως η οποία είναι εξαιρετικώς σοβαρά, δεδομένου ότι η ελληνική κυβέρνησις εδέχθη όπως ο αγγλικός στόλος χρησιμοποιήση κατά την εξέλιξιν των πολεμικών του επιχειρήσεων τα χωρικά της ύδατα, τα παράλιά της και τους λιμένας της, ηυνόησε τον ανεφοδιασμόν των εναερίων βρετανικών δυνάμεων, επέτρεψε την οργάνωσιν εις το ελληνικόν αρχιπέλαγος μίας υπηρεσίας στρατιωτικών πληροφοριών εναντίον της Ιταλίας. Η ελληνική κυβέρνησις είναι πλήρως εν γνώσει των γεγονότων τούτων, τα οποία υπήρξαν αντικείμενον από μέρους της Ιταλίας διπλωματικών διαβημάτων, εις τα οποία η ελληνική κυβέρνησις- ήτις εν τούτοις θα ώφειλε να είχεν αντίληψιν των σοβαρών συνεπειών της στάσεώς της- δεν απήντησε διά της λήψεως ουδενός μέτρου προς προστασίαν της ουδετερότητός της, αλλά, τουναντίον, διά της εντάσεως της δράσεως της προς ενίσχυσιν των ενόπλων βρετανικών δυνάμεων και της συνεργασίας αυτής μετά των εχθρών της Ιταλίας.
Η ιταλική κυβέρνησις κατέχει αποδείξεις ότι η συνεργασία αύτη είχε προβλεφθή και κανονισθή υπό της ελληνικής κυβερνήσεως ακόμη και διά συνεννοήσεων στρατιωτικής, ναυτικής και αεροπορικής φύσεως. Η ιταλική κυβέρνησις δεν αναφέρεται μόνον εις την βρετανικήν εγγύησιν την οποίαν η Ελλάς είχε δεχθή ως τμήμα ενεργείας κατευθυνομένης εναντίον της ασφαλείας της Ιταλίας, αλλά και εις τας ρητάς και καθωρισμένας υποχρεώσεις, τας αναληφθείσας υπό της ελληνικής κυβερνήσεως, όπως θέση εις την διάθεσιν των δυνάμεων των ευρισκομένων εις πόλεμον προς την Ιταλίαν σπουδαίας στρατηγικάς θέσεις εντός του ελληνικού εδάφους, συμπεριλαμβανομένων αεροπορικών βάσεων εν Θεσσαλία και Μακεδονία προοριζομένων δι’ επίθεσιν εναντίον του αλβανικού εδάφους.
Η ιταλική κυβέρνησις δέον σχετικώς να υπενθυμίση εις την ελληνικήν κυβέρνησιν τας προκλητικάς ενεργείας τας διεξαχθείσας εναντίον του αλβανικού έθνους διά της τρομοκρατικής πολιτικής την οποίαν υιοθέτησεν εναντίον του πληθυσμού της Τσαμουριάς και διά των εμμόνων προσπαθειών προς δημιουργίαν ανωμαλιών εκείθεν των συνόρων της. Και δι’ αυτό τούτο το γεγονός ευρέθη η ιταλική κυβέρνησις, πλην ματαίως, εις την ανάγκην να υπενθυμίση εις την ελληνικήν κυβέρνησιν τας αναποφεύκτους συνεπείας ας παρομοία πολιτική θα είχεν όσον αφορά την Ιταλίαν.
Η Ιταλία δεν δύναται να ανεχθή εφεξής πάντα ταύτα. Η ουδετερότης της Ελλάδος απέβη ολονέν και περισσότερον απλώς και καθαρώς φαινομενική. Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεώς της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. Η ιταλική κυβέρνησις θεωρεί έκδηλον ότι η πολιτική της ελληνικής κυβερνήσεως έτεινε και τείνει να μεταβάλη το ελληνικόν έδαφος ή τουλάχιστον να επιτρέψη όπως το ελληνικόν έδαφος μεταβληθή εις βάσιν πολεμικής δράσεως εναντίον της Ιταλίας. Τούτο δεν θα ηδύνατο να οδηγήση ή εις μίαν ένοπλον ρήξιν μεταξύ της Ιταλίας και της Ελλάδος, ρήξιν την οποίαν η ιταλική κυβέρνησις έχει πάσαν πρόθεσιν ν’ αποφύγη. Όθεν η ιταλική κυβέρνησις κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την ελληνικήν κυβέρνησιν- ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας- το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. Η ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την ελληνικήν κυβέρνησιν όπως μη εναντιωθή εις την κατάληψιν ταύτην και όπως μη εμποδίση την ελευθέραν διέλευσιν των στρατευμάτων των προοριζομένων να την πραγματοποιήσωσιν. Τα στρατεύματα ταύτα δεν παρουσιάζονται ως εχθροί του ελληνικού λαού και η ιταλική κυβέρνησις δεν προτίθεται ποσώς διά της προσωρινής κατοχής στρατηγικών τινών σημείων, επιβαλλομένης υπό της ανάγκης των περιστάσεων και εχούσης καθαρώς αμυντικόν χαρακτήρα, θα θίξη οπωσδήποτε την κυριαρχίαν και την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος. Η ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την ελληνικήν κυβέρνησιν όπως δώση αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθή κατά ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθή διά των όπλων και η ελληνική κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου[1].»
Με την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του τελεσιγράφου, το οποίο ουσιαστικά αξίωνε την άνευ όρων παράδοση της Ελλάδας στον ιταλικό φασισμό, ο Μεταξάς απάντησε: «Ώστε ο πόλεμος», «Alors, c’ est la guerre.»
Οι συριγμοί των σειρήνων αφύπνισαν την Αθήνα στις 6 το πρωί. Ο λαός χύθηκε στους δρόμους και ολόκληρη η πρωτεύουσα έπλεε στα χρώματα της Κυανόλευκης.Ο ενθουσιασμός κατέλαβε τα πλήθη και οι στρατεύσιμοι έσπευδαν προς τα κέντρα στράτευσης με τα συναισθήματα της φιλοπατρίας και της ετοιμοπόλεμης αγωνιστικότητας να τους κυριεύουν. Έκτακτες εκδόσεις εφημερίδων κυκλοφορούσαν και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν συνεχώς το πρώτο ανακοινωθέν και τα διαγγέλματα του Πρωθυπουργού και του Βασιλιά.
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
«Η στιγμή επέστη που θα αγωνισθώμεν διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, την ακεραιότητα και την τιμήν της. Μολονότι ετηρήσαμεν την πλέον αυστηράν ουδετερότητα και ίσην προς όλους, η Ιταλία, μη αναγνωρίζουσα εις ημάς το δικαίωμα να ζώμεν ως ελεύθεροι Έλληνες, μου εζήτησε σήμερον την 3ην πρωινήν την παράδοσιν τμημάτων του εθνικού εδάφους κατά την ιδίαν αυτής βούλησιν και μου ανεκοίνωσεν ότι η προς κατάληψιν αυτών κίνησις των στρατευμάτων της θα ήρχιζε την 6ην πρωινήν. Απήντησα εις τον Ιταλόν πρέσβυν ότι θεωρώ και το αίτημα αυτό καθ’ εαυτό και τον τρόπον με τον οποίον γίνεται τούτο ως κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας κατά της Ελλάδος.
Τώρα θα αποδείξωμεν εάν πράγματι είμεθα άξιοι των προγόνων μας και της ελευθερίας, την οποίαν μας εξησφάλισαν οι προπάτορές μας.
Όλον το έθνος ας εγερθή σύσσωμον. Αγωνισθήτε διά την Πατρίδα, τας γυναίκας, τα παιδιά σας και τας ιεράς μας παραδόσεις.
Νυν υπέρ πάντων ο αγών.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΕΤΑΞΑΣ.»
ΔΙΑΓΓΕΛΜΑ ΒΑΣΙΛΕΩΣ
«Προς τον Ελληνικόν λαόν
Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως σας ανήγγειλε προ ολίγου υπό ποίους όρους ηναγκάσθημεν να κατέλθωμεν εις πόλεμον κατά της Ιταλίας, επιβουλευθείσης την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος.
Κατά την μεγάλην αυτήν στιγμήν είμαι βέβαιος ότι κάθε Έλλην και κάθε Ελληνίς θα εκτελέσουν το καθήκον των μέχρι τέλους και θα φανούν αντάξιοι της ενδόξου ημών ιστορίας.
Με πίστιν εις τον Θεόν και εις τα πεπρωμένα της φυλής το Έθνος, σύσσωμον και πειθαρχούν ως εις άνθρωπος, θα αγωνισθή υπέρ βωμών και εστιών μέχρι της τελικής νίκης.
Εν τοις Ανακτόροις των Αθηνών
28 Οκτωβρίου 1940
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Β΄.»
Εν τω μεταξύ άρχισαν να καταφθάνουν μηνύματα συμπαράστασης από το εξωτερικό με πρώτο του Βασιλιά της Αγγλίας Γεωργίου ΣΤ΄: «Η υπόθεσίς σας είναι και ιδική μας υπόθεσις», και ακολούθησε και προσωπικό τηλεγράφημα του Τσόρτσιλ προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό: «…Θα σας παράσχωμεν όλην την δυνατήν βοήθειαν μαχόμενοι εναντίον του κοινού εχθρού και θα μοιρασθώμεν την κοινήν νίκην.»
Η ελληνική λοιπόν κοινή γνώμη ανταποκρίθηκε με ενθουσιασμό, ύστερα από την αρνητική απάντηση του Ιωάννη Μεταξά στο ιταλικό τελεσίγραφο, που ζητούσε ελεύθερη είσοδο των ιταλικών δυνάμεων στη χώρα.
Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου που ακολούθησε, παρά την αριθμητική και στρατιωτική του υπεροχή, ο ιταλικός στρατός, που επετέθη από την αλβανική μεθόριο, αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Τους επόμενους μήνες, οι ελληνικές δυνάμεις είχαν διεισδύσει σε βάθος πενήντα έως ογδόντα περίπου χιλιομέτρων καταλαμβάνοντας την περιοχή της Βόρειας Ηπείρου[1]. Οι ημέρες κυλούσαν γεμάτες από πολεμικά γεγονότα, τα οποία και γεγονότα δόξασαν τα ελληνικά όπλα. Η αποτελεσματική ελληνική αντίσταση, οι συνεχείς στρατιωτικές επιτυχίες και η ισχύς των ελληνικών όπλων, προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στους διεθνείς κύκλους. Οι επιτυχίες των ελληνικών δυνάμεων υπήρξαν αλλεπάλληλες, με αποτέλεσμα τη συνεχή προέλαση του ελληνικού στρατού και την κατάληψη διαδοχικών πόλεων. Οι Έλληνες είχαν καταλάβει σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν τα εδάφη που διεκδικούσαν. Τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Μουσολίνι οδηγήθηκαν σε ναυάγιο, καθώς ο ίδιος δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τη διαγραφόμενη τραγωδία. Αν και επεχείρησε από την πλευρά του να εξαντλήσει κάθε περιθώριο αυτόνομης ιταλικής δράσης πριν καταφύγει στον Αδ. Χίτλερ, στις 20 Ιανουαρίου του 1941 συζήτησε το θέμα αποστολής γερμανικής βοήθειας στο μέτωπο της Αλβανίας. Τότε επληροφορήθη, πως ο Χίτλερ είχε ήδη ολοκληρώσει το σχέδιό του για την εισβολή στην Ελλάδα από τις 13 Δεκεμβρίου του 1940, στο οποίο και σχέδιο είχε αποδώσει την ονομασία «MAPICA». Βέβαια, τη δεδομένη στιγμή, ο Χίτλερ διατηρούσε ακόμα κάποιες επιφυλάξεις για την κάθοδό του στην Ελλάδα[2]. Αυτές τις επιφυλάξεις τις ψυχανεμίστηκε ο Μουσολίνι και απεφάνθη πως δεν ήταν ακόμη αναγκαίες οι γερμανικές ενισχύσεις στο αλβανικό μέτωπο[3]. Επίσης, τα ιταλικά στρατεύματα, απρόθυμα να αντιμετωπίσουν τις βρετανικές ξιφολόγχες «εκ του συστάδην» μετά τη ρήξη της αμυντικής τους γραμμής στη Λιβύη, στις 22 Ιανουαρίου 1941 παρέδωσαν την πόλη στις συμμαχικές δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, στις 20 και 21 Ιανουαρίου 1941, επί δύο νύχτες, οι βρετανικές δυνάμεις, η ΡΑΦ, επετίθεντο, με αποτέλεσμα οι αεροπορικές αυτές επιδρομές να τις ωθήσουν σε απόσταση οχτώ μιλίων από την πόλη, όπου οι Ιταλοί είχαν στήσει δύο αμυντικές γραμμές, σε περίμετρο μήκους τριάντα μιλίων γύρω από την πόλη. Παράλληλα, οι αυστραλιανές δυνάμεις, έρποντας και παρατεταγμένες σε σχήμα βεντάλιας πίσω από τους Ιταλούς (που είχαν στρέψει τα όπλα τους προς τα εμπρός), τους αιφνιδίασαν περικυκλώνοντάς τους και προκαλώντας τους ρήγμα στα ανατολικά. Ταυτόχρονα, γαλλικές και βρετανικές δυνάμεις συνέχισαν να επιτίθενται με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να απωλέσουν το λιμάνι της Λιβυής. Σε πανωλεθρία οδηγήθηκε ο Μουσολίνι την άνοιξη του 41 και στο αλβανικό μέτωπο, ακυρώνοντας την προδιατυπωθείσα ρήση του «Primavera a noi». Τελικά η άνοιξη ήρθε για τους Έλληνες, οι οποίοι θριάμβευσαν στην τελική έκβαση της επίθεσης.[4] Δυστυχώς όμως, η «άνοιξη» δε διήρκησε για πολύ. Στις 6 Απριλίου του 1941, η Γερμανία, ως σύμμαχος της Ιταλίας, κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ελλάδας και εισέβαλε από τα βουλγαρικά σύνορα. Ακολούθησε μάχη στα οχυρά και οι γερμανικές δυνάμεις προέλασαν αστραπιαία, με αποτέλεσμα τέλη Μαΐου να καταλάβουν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα. Μετά τη Μάχη της Κρήτης, ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Η Κατοχή αυτή διατηρήθηκε επί τέσσερα συναπτά έτη (1941-1944), χαράσσοντας με τα πιο μελανά και ερυθρά σημάδια μία από τις πιο δραματικές περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Μεγάλος αριθμός αμάχων πέθανε από την ασιτία και τις κακουχίες. Ο λαός ήταν απληροφόρητος και ορφανός από πολιτική ηγεσία, καθώς το κλιμάκιο των αξιωματούχων μαζί με το διάδοχο Παύλο και τη Φρειδερίκη και τους Υπουργούς, μεταφέρθηκαν στην Κρήτη εγκαταλείποντας τη χώρα.
Στις 27 Απριλίου του 1941 υψώθηκε η γερμανική σημαία στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο και η Ελλάδα παραδόθηκε επίσημα στον αντισυνταγματάρχη Φον Σέυμπεν. Μετά τη στρατιωτική κατοχή έλαβε χώρα η πολιτική έκφραση με την ορκωμοσία της πρώτης κυβέρνησης κατοχής στις 29 Απριλίου του 1941. Επικεφαλής της ο συνθηκολόγος Στρατηγός Γ. Τσολάκογλου και μέλη, οι Στρατηγοί Κατσιμήτρος, Μπάκος και Δεμέστιχας. Οι άλλοτε νικητές του αλβανικού μετώπου τώρα χρήζονταν υποτελή όργανα των κατακτητών.
Το τέλος της Κατοχής της Ελλάδας επήλθε στις 12 Οκτωβρίου του 1944, όταν οι γερμανικές δυνάμεις αποχώρησαν από την ελληνική πρωτεύουσα, ημερομηνία που συμβολικά ταυτίστηκε με την «Απελευθέρωση» της χώρας μας.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.