Ένας κόσμος ψεύτικος. Ένας ψευδόκοσμος. Ένας κόσμος όπου χαίρεσαι, λυπάσαι, οργίζεσαι, απογοητεύεσαι, σιχτιρίζεις, πανηγυρίζεις. Πανηγυρίζεις έξαλλα. Τραγουδάς όλο το βράδυ στους δρόμους και το πρωί εμφανίζεσαι σαν παγώνι στη δουλειά. Τόσο περηφάνια πια. Ούτε το παιδί σου να είχε περάσει στο πανεπιστήμιο. Και μετά από λίγο, μετά από λίγες ώρες, μετά από λίγες μέρες, ή έστω, σπανιότερα μετά από λίγες βδομάδες, αν η συγκίνηση είναι πια τόσο μεγάλη, επανέρχεσαι στα ίδια. Προσγειώνεσαι στη σκληρή πραγματικότητα μιας ζωής μίζερης, μιας καθημερινότητας δύσκολης, μιας συνθήκης όπου σε εκμεταλλεύονται συστηματικά και δεν σε ενδιαφέρει να κάνεις κάτι γι’ αυτό. Ίσως ακόμα ακόμα να μην το αντιλαμβάνεσαι, όπως δεν αντιλαμβάνεσαι και το ουσιαστικό αδιέξοδο αυτής της ζωής.
Γιατί δεν μπορείς; Γιατί δεν θέλεις; Γιατί συνήθισες να ζεις όπως ζεις και έπαψες να ονειρεύεσαι, να επιδιώκεις το καλύτερο για σένα και τους δικούς σου; Αρκείσαι μόνο σε μικρές ή μεγαλύτερες στιγμές ψυχικής ανάτασης. Αλλά το κακό δεν σταματά εκεί. Το κακό είναι ότι έχεις νοηματοδοτήσει ολόκληρο σχεδόν το βίο σου με ένα θέαμα. Ένα θέαμα το οποίο μάλιστα συχνά είναι φθηνό. Πολύ φθηνό και βρώμικο. Βρώμικοι τύποι το κουμαντάρουν, κανονικοί απατεώνες, οι οποίοι εξουσιάζουν στρατούς ολόκληρους. Αυτή είναι μία διάσταση την οποία δεν μπορείς και δεν πρέπει να παραβλέπεις. Γιατί έτσι όπως χρειάζεται ενότητα η ζωή για να μην κατακερματίζεται, χρειάζεται και το θέαμα.
Δε ζεις λοιπόν. Πεθαμένος είσαι. Χαμένος στην παραζάλη του φανατισμού και της ακατάσχετης ηλιθιότητάς σου. Και αυτή είναι μία αρρώστια που παρουσιάζει μεταστάσεις. Δηλητηριάζει όλο το φάσμα των σχέσεών σου και των καταστάσεων. Η ειρωνεία είναι ότι τελικά σκοτώνει και το ίδιο το πράγμα, το οποίο υποτίθεται ότι αγαπάς. Οτιδήποτε καλό σε αυτό το θέαμα υποτάσσεται στην ευτελέστατη σκοπιμότητα της φαινομενικής υπεροχής. Λες και η πρόσκαιρη επιτυχία μιας ομάδας θα μπορούσε ποτέ να σημάνει καθ’ οιοδήποτε τρόπο την ανωτερότητα του ενός συγκριτικά με τον άλλο ή,το ίδιο παράλογα, την αντίστοιχα ίση αξία του με το υπόλοιπο, ομόχρωμο και άμυαλο σύνολο.
Κι αν αυτά εσύ δεν τα ξέρεις και δεν τα καταλαβαίνεις, ξανά επειδή πιθανότατα δεν ενδιαφέρεσαι να τον καταλάβεις, κατάλαβε τον Τζίμη Πανούση, που στα εξήγησε απλά και ελληνικά:
Βούλγαροι, Βούλγαροι,
χανούμισσες, βαζέλες
όλο το έθνος προσκυνάει
σώβρακα και φανέλες
Ακόμα και στο χάλι στο οποίο έχει περιέλθει σήμερα, τούτη η κοινωνία εξακολουθεί να προσκυνά σώβρακα και φανέλες. Δεν αντλεί μόνο ευχαρίστηση, έστω και αυξημένη. Νιώθει ότι υπάρχει και αποκτά υπόσταση από μία φανέλα. Από ένα θέαμα. Ένα θέαμα φθηνό.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.