Παρά τις εξαγγελίες και τις καμπάνιες με στόχο το brain gain και τον επαναπατρισμό των χιλιάδων νέων που έφυγαν στα πέτρινα χρόνια της κρίσης, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να συμβαίνει
Πόσο εις βάθος είναι, αλήθεια, η προσέγγιση ότι με οικονομικά κίνητρα θα επιτύχουμε, ως χώρα, το πολυπόθητο brain gain και παράλληλα θα ανακόψουμε το συνεχιζόμενο – σε μικρότερη κλίμακα – brain drain;
Η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Ρεβέκκα Παιδή το χαρακτηρίζει υπεραπλουστευτικό.
«Δεν είναι μόνο οι οικονομικές προϋποθέσεις που θα κάνουν τους Έλληνες να επιστρέψουν. Η επιστροφή προϋποθέτει ένα αξιακό και θεσμικό πλαίσιο. Ένα πλαίσιο που έχει να κάνει με την επαγγελματική τους ανάπτυξη και τις ευκαιρίες που θα έχουν όσοι θελήσουν να γυρίσουν. Υπάρχει μια λέξη – κλειδί, και αυτή είναι εμπιστοσύνη»
Brain drain: Το στοίχημα επιστροφής των Ελλήνων επιστημόνων από το εξωτερικό
«Προφανώς ο στόχος μας πρέπει να είναι το brain gain, όμως όταν διαπιστώνεται ότι σε ποσοστό 67% οι Έλληνες του εξωτερικού δεν σκοπεύουν να γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα, χρειάζεται να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο θα κερδίσουμε αυτούς τους ανθρώπους» εξηγεί.
Η επιστημονικά υπεύθυνη της έρευνας «Στάση των Ελλήνων μεταναστών της οικονομικής κρίσης απέναντι στην Ελλάδα» επισημαίνει ότι τα μέτρα που επιβάλλεται να ληφθούν δεν πρέπει να περιορίζονται στα οικονομικά.
Και εξηγεί: «Δεν είναι μόνο οι οικονομικές προϋποθέσεις που θα τους κάνουν τους Έλληνες να επιστρέψουν.
Η επιστροφή προϋποθέτει ένα αξιακό και θεσμικό πλαίσιο.
Ένα πλαίσιο που έχει να κάνει με την επαγγελματική τους ανάπτυξη και τις ευκαιρίες που θα έχουν όσοι θελήσουν να γυρίσουν. Υπάρχει μια λέξη – κλειδί, και αυτή είναι η εμπιστοσύνη».
Γέφυρες με τον ελληνισμό
Παράλληλα στέκεται ιδιαίτερα στα δίκτυα της διασποράς που θα μπορούσαν να αποτελέσουν εφαλτήριο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης αλλά και στη δημιουργία πλατφορμών που θα δημιουργήσουν μια γέφυρα μεταξύ Ελλήνων μεταναστών και Ελλάδας και θα αφορούν την ενημέρωσή τους για τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό – ακόμα και την εκμάθηση ελληνικών από τα παιδιά τους.
«Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε δίκτυα διασποράς που να συνδεθούν με την Ελλάδα ως ένα brain gain εξ αποστάσεως.
Μια ακόμα πρωτοβουλία είναι η ανάπτυξη on line εργαλείων, προκειμένου τα παιδιά των Ελλήνων του εξωτερικού να μαθαίνουν τη γλώσσα μας.
Η Ελβετία διαθέτει ένα app μέσω του οποίου οι Ελβετοί του εξωτερικού έχουν πρόσβαση σε προξενικές υπηρεσίες, σε καθημερινά νέα για την πατρίδα τους καθώς και ειδικά παιχνίδια για τα παιδιά.
Μέσα από μια παρόμοια εφαρμογή θα μπορούσαν οι Έλληνες του εξωτερικού να συμμετέχουν και στη διαβούλευση για τα θέματα που τους αφορούν» περιγράφει, αναφέροντας ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων στην έρευνα παραδέχθηκε ότι αγνοεί ακόμα και τη δέσμη των μέτρων που έχει λάβει η κυβέρνηση για το brain gain, όπως οι φορολογικές ελαφρύνσεις.
«Θα πρέπει, λοιπόν, να ενισχύσουμε τις πρωτοβουλίες που αποτελούν γέφυρες της Ελλάδας με τον Ελληνισμό. Αφού στηθούν αυτές οι γέφυρες, θα τις περπατήσουμε προς το brain gain».
Η εξαίρεση στον κανόνα
Μπορεί η απουσία ουσιαστικών και ρεαλιστικών πρωτοβουλιών να απωθεί τους νεότερους μετανάστες από τον επαναπατρισμό, ωστόσο υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Η 27χρονη Ελένη Τζαννάτου, με πτυχίο στις Διεθνείς Επιχειρήσεις, ξεκίνησε να εργάζεται το 2019 στην εταιρεία Goldsmiths στον κλάδο των κοσμημάτων πολυτελείας στο Ρέντινγκ του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ύστερα από τρία χρόνια παραμονής εκεί εξηγεί στα «ΝΕΑ» τους λόγους που την οδήγησαν να πάρει τον δρόμο της επιστροφής:
«Είχα κουραστεί με την καθημερινότητα της Αγγλίας. Εκεί ζεις για να δουλεύεις. Δεν έχεις κάτι άλλο, δεν έχεις ποιότητα ζωής – τουλάχιστον για τα δικά μου δεδομένα. Δεν είχα οικογένεια εκεί.
Η δουλειά μου ήταν η οικογένειά μου και όταν ξέσπασε η πανδημία ένιωσα πολύ μόνη.
Παράλληλα, ήμουν αρκετά ικανοποιημένη από αυτά που είχα μάθει εκεί και σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερο να χρησιμοποιήσω τις γνώσεις μου σε κάτι δικό μου.
Έτσι αποφάσισα να γυρίσω στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κεφαλονιά και να εργαστώ πάνω στην εξέλιξη της οικογενειακής επιχείρησης κοσμημάτων» περιγράφει, συμπληρώνοντας ότι οι ανησυχίες για ένα τόσο μεγάλο βήμα δεν έλειψαν.
«Είχα κάποιους φόβους όταν αποφάσισα να γυρίσω, γιατί είχα χάσει την επαφή μου με τη χώρα, αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι είχα τη στήριξη της οικογένειάς μου και αυτό μου έδωσε δύναμη» καταλήγει.
«Γιατί δεν γυρίζω πίσω στην Ελλάδα»
«Δεν σκοπεύω να γυρίσω στην Ελλάδα και να θυσιάσω τη ζωή που έχω χτίσει εδώ».
Η απάντηση ειλικρινής, ξεκάθαρη και αυθόρμητη.
Ο 33χρονος Γιάννης Φιλίππου που πήρε την απόφαση να εγκατασταθεί μόνιμα στη Βαρκελώνη δεν χρειάζεται δεύτερη σκέψη για να απαντήσει στην ερώτηση των «ΝΕΩΝ».
Μετά το τέλος των σπουδών του στην Ελλάδα, το 2015, εν μέσω capital controls και με τη δαμόκλειο σπάθη του Grexit να απειλεί τη χώρα και ιδίως τους νέους που τότε έβγαιναν στην αγορά εργασίας, εγκαταστάθηκε στην ισπανική πόλη για πρακτική άσκηση ως νηπιαγωγός και δεν γύρισε ποτέ πίσω.
«Θαυμάζω όλους αυτούς που έχουν μείνει στη χώρα μας, αλλά αισθάνομαι ότι το να γυρίσω θα ήταν μια τεράστια έκπτωση στο επίπεδο ζωής που έχω κατακτήσει αλλά και ένα προσωπικό πισωγύρισμα».
Παρόμοιες σκέψεις κάνουν καθημερινά χιλιάδες νέοι και νέες που στα πέτρινα χρόνια της κρίσης ή και αργότερα μετανάστευσαν, αναζητώντας την τύχη τους σε άλλες ευρωπαϊκές χώρας ή ακόμα και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, όπου βρήκαν καλύτερες απολαβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας και ζωής και πιο σταθερό ακαδημαϊκό περιβάλλον.
Και παρά τις μεγαλόστομες εξαγγελίες και τις κυβερνητικών δράσεις – καμπάνιες με στόχο τον επαναπατρισμό τους με σκοπό να επιτευχθεί το λεγόμενο brain gain – η επιστροφή του ανθρώπινου κεφαλαίου στη χώρα – κάτι τέτοιο στην πράξη δεν συμβαίνει.
Ο δεσμός των νεομεταναστών Ελλήνων με τη χώρα μοιάζει να έχει διαρραγεί.
Η έρευνα του Παν. Μακεδονίας
Μάλιστα, ένα από τα μέτρα που έχει λάβει η κυβέρνηση είναι η μείωση στον φόρο εισοδήματος κατά 50% για επτά έτη για τα φυσικά πρόσωπα που μεταφέρουν τη φορολογική τους κατοικία στην Ελλάδα, με τους νέους, ωστόσο, να μην πείθονται ούτε από αυτό το ομολογουμένως δελεαστικό μέτρο.
Ενδεικτική της στάσης που έχουν υιοθετήσει στην πλειονότητά τους οι νέοι Έλληνες που μορφώθηκαν κατά κύριο λόγο στην Ελλάδα, όμως πλέον ζουν και εργάζονται στο εξωτερικό, είναι η πρόσφατη μελέτη του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία το 67% αυτών δεν σκοπεύουν να επιστρέψουν, τουλάχιστον όχι εντός της επόμενης πενταετίας.
Μιλώντας στα «ΝΕΑ», η επιστημονικά υπεύθυνη της έρευνας Ρεβέκκα Παιδή, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, παραθέτει μερικά από τα ενδιαφέροντα ευρήματα – όπως το χαμηλό ποσοστό των Ελλήνων μεταναστών που στέλνουν χρήματα πίσω στην πατρίδα (39%) αλλά και το χαμηλό ποσοστό εκείνων που νιώθουν ότι έχουν κάποια σύνδεση με την Ελλάδα.
Κατά την ίδια, η νέα διασπορά που διαμορφώθηκε την περίοδο της κρίσης δεν εντάσσεται στις οργανωμένες κοινότητες των Ελλήνων στο εξωτερικό, αφού διαθέτει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε σχέση με τους παλαιότερους μετανάστες και συνηθίζει να διατηρεί μία απόσταση από την Ελλάδα.
«Πέρα από την απώλεια συντελεστή ισχύος λόγω της φυγής ανθρώπινου κεφαλαίου στο εξωτερικό, υπάρχει και μια δεύτερη απώλεια που αφορά τη στήριξη της Ελλάδας, είτε με την αποστολή εμβασμάτων, είτε με την αγορά ακίνητης περιουσίας και επένδυσης χρημάτων, είτε με την ενίσχυση της εικόνας της χώρας μας.
Το μόνο θετικό στοιχείο που προκύπτει είναι ότι οι Έλληνες μετανάστες είναι πρόθυμοι να συμβάλουν με την τεχνογνωσία και τις γνώσεις που απέκτησαν στο εξωτερικό στον τομέα τους (όταν και αν βρεθούν) πίσω στην Ελλάδα».
Γιατί δεν υπάρχει επιθυμία για επιστροφή
Σε αυτό το πλαίσιο η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας παρατηρεί ότι σε σύγκριση με τις παλαιότερες γενιές μεταναστών, έχει ελαττωθεί η επιθυμία για τον νόστο:
«Φυσικά αποζητούν την οικογένειά και τους φίλους τους, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για την επιστροφή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις επαγγελματικές προοπτικές αλλά και ένα αξιοκρατικό περιβάλλον που μπορεί να έχουν στο εξωτερικό»
«Η μετανάστευση δεν έχει το κόστος που είχε στο παρελθόν. Η επικοινωνία μέσω των διαφόρων τεχνολογικών μέσων είναι καθημερινή, ενώ και οι μετακινήσεις έχουν γίνει εύκολες.
Πλέον, οι παππούδες βλέπουν τα εγγόνια τους να μεγαλώνουν, κάτι που κατά τα προηγούμενα κύματα μετανάστευσης δεν ήταν εφικτό, ενώ ο καθένας μπορεί να ταξιδέψει εύκολα από και προς όποια χώρα της Ευρώπης θέλει.
Η τεχνολογία και οι εύκολες μετακινήσεις δεν λύνουν απολύτως το πρόβλημα, εντούτοις έχει μειωθεί η επιθυμία τους να γυρίσουν πίσω.
Φυσικά, αποζητούν την οικογένεια και τους φίλους τους, όμως αυτό δεν είναι αρκετό για την επιστροφή τους, λαμβάνοντας υπόψη τις επαγγελματικές προοπτικές αλλά και ένα αξιοκρατικό περιβάλλον που μπορεί να έχουν στο εξωτερικό».
«Θα έμενα ακόμα με τους γονείς μου»
«Το εξωτερικό σου δίνει την ελευθερία να ξεκινήσεις τη ζωή σου, γιατί στην Ελλάδα οι συνθήκες δεν είναι πολύ ευνοϊκές και αυτός είναι ένας από τους λόγους που επέλεξα να μη γυρίσω πίσω και δεν σκοπεύω να το κάνω στο κοντινό μέλλον. Έχω αρχίσει να κατασταλάζω».
Ο 27χρονος Δημήτρης Τσεβδός έφυγε για τη Σκωτία το 2016 με σκοπό την αναζήτηση ενός ακαδημαϊκού περιβάλλοντος που θα του προσέφερε όλα τα απαραίτητα εφόδια για την επιτυχή πορεία του στον εργασιακό βίο.
Όπως λέει στα «ΝΕΑ», ύστερα από ένα μικρό διάστημα οκτώ μηνών κατά το οποίο γύρισε στην Ελλάδα, βρήκε δουλειά στο Λονδίνο ως ναυπηγός μηχανολόγος μηχανικός και επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια ζει και εργάζεται εκεί, θέτοντας τις βάσεις για το μέλλον του:
«Εδώ είναι πιο εύκολο να μείνεις μόνος σου, να κάνεις πραγματικότητα τις σκέψεις σου, να προχωρήσεις στην αγορά ενός σπιτιού.
Αν είχα μείνει στην Ελλάδα, το πιο πιθανό είναι ότι θα έμενα ακόμα με τους γονείς μου», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Απουσία εμπιστοσύνης σε θεσμούς και κράτος
Ο Γιάννης Φιλίππου, από την άλλη, ταξίδεψε στην Ισπανία με τη σκέψη να μείνει εκεί μόνο για μερικούς μήνες.
Ωστόσο, ο καιρός πέρασε και η απουσία αξιόλογων προτάσεων για εργασία στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τη διαφορά που συνάντησε στις εργασιακές συνθήκες τον απομάκρυναν από μια ενδεχόμενη επιστροφή.
«Ποτέ δεν προέκυψε κάποια καλή ευκαιρία για να γυρίσω πίσω» λέει και συνεχίζει:
«Κάποια στιγμή σταμάτησα να ψάχνω και εγκαταστάθηκα μόνιμα στην Ισπανία και πλέον εργάζομαι ως ξεναγός. Οι συνθήκες είναι πολύ καλύτερες.
Δεν υπάρχει ασυδοσία στο εργασιακό περιβάλλον και οι όροι που έχω υπογράψει στη σύμβαση εργασίας μου είναι αυτοί που πραγματικά ισχύουν.
Αλλά ακόμα και αν προκύψουν προβλήματα, υπάρχουν διαθέσιμες εναλλακτικές, δεν υποτάσσεσαι σε κακές συνθήκες».
Παραδέχεται πως κάποιες φορές η επιστροφή στην πατρίδα έρχεται σαν σκέψη, όμως ένα ταξίδι στην Ελλάδα αρκεί για να τον επαναφέρει στην πραγματικότητα:
«Εδώ αισθάνομαι ότι το κράτος λειτουργεί και δεν το αισθάνεσαι ως εχθρό σου.
Βέβαια, πολλές φορές – κάθε δύο χρόνια περίπου – μου μπαίνει η ιδέα μιας ενδεχόμενης επιστροφής. Μετά ταξιδεύω στην Ελλάδα για διακοπές και αλλάζω γνώμη.
Πλέον ο μόνος λόγος που θα γυρνούσα πίσω είναι αν προκύψει κάποιο πρόβλημα υγείας στους γονείς μου.
Η χώρα δεν έχει ένα οικονομικό, πολιτικό και κυρίως πολιτιστικό περιβάλλον που να με καλεί».
Άλλωστε, η απουσία εμπιστοσύνης στους θεσμούς και στο κράτος είναι από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, επιβεβαιώνει η Ρεβέκκα Παιδή.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.