Κι όπως βροντάν εντός του οι κρότοι
πότε στατό και πότε χωρίς φρένο
με αναφτούς τους φάρους του στα σκότη
άπιαστο, σερπετό και νυχτωμένο…
Κι όλο κυλάει στου νου τη ρόδα
(σε τέρμα ή σ’επιστροφή; ή αιωνιότη;)
κι είναι σαν ανθοστολισμένο με τα ρόδα
τραίνο που μεταφέρνει μου τη νιότη.
Και πάει σαν άστρο κι ως μεσ’ σ’ ύπνο
και ούδε ξέρω για να πω’μαι αν σε ποίο
αν μεσ’ σε φέρετρο κείτομαι ή σε λίκνο,
αν είναι τραίνο αυτό κι εγώ τοπίο.
Πάντως και πάει και πάει κι είναι το τραίνο
και πάει μαζί του η ζωή με τα φτερά της
και πάντως είναι περίεργο ως πηγαίνω
περίεργο πάντως ως είμαι του επιβάτης…
Η μνήμη και η αμνησία. Η ευαισθησία και η ανοσία. Η συλλογική αμνησία και η συλλογική ανοσία. Αν τα προσθέσεις αυτά, το άθροισμα βγαίνει «χώρα». Αυτή είναι η χώρα. Μέσες άκρες. Χοντρικά, που λένε. Και εξαιρέσεις υπάρχουν, που κάθε μέρα και ώρα σπάνε τον κανόνα, και αναλαμπές πολλές, που κάθε βράδυ φωτίζουν το έρεβος της νύχτας των άλλων. Αλλά δεν είναι η βασική τάση. Γιατί η βασική τάση έμαθε ή καλύτερα εκπαιδεύτηκε να ξεχνά και να ξεχνιέται. Να μην πονά και να μη συναισθάνεται τον πόνο του άλλου. Και κυρίως να μη «νιώθει», όχι μόνο με την έννοια του αισθήματος αλλά της κατανόησης. Να μη νιώθει τον κίνδυνο ότι σε τούτη τη χώρα, όλα είναι πιθανά. Σε τούτη τη χώρα από τύχη ζούμε. Σε τούτη τη χώρα, πάμε κι όπου βγει.
Προφανώς υπάρχει και η ατομική μνήμη, όπως υπάρχει και ο ατομικός πόνος. Αλλά πάντοτε ο θρήνος, η αγωνία, η απόγνωση, και τελικά το δίκιο των εκάστοτε θυμάτων και των δικών τους, θάβεται από τον ορυμαγδό της κάλυψης και της συγκάλυψης, της υποκρισίας και της σιωπηρής αποδοχής της κατάστασης. Των χεριών που αιωρούνται αμήχανα και του βλέμματος που κοιτάζει μοιρολατρικά τον ορίζοντα, με ύφος «τι να κάνουμε; Έτσι είναι τα πράγματα δυστυχώς…». Μόνο που δεν είναι έτσι τα πράγματα. Μόνο που αυτή τη φορά η μνήμη και ο πόνος των συγγενών των θυμάτων, αντί να χαθεί, δυνάμωνε μέρα με τη μέρα. Κυρίως χάρη το κουράγιο, την υπομονή και τη δύναμη μιας εκπληκτικής γυναίκας. Μιας μάνας που στα Τέμπη έχασε το παιδί της αλλά δεν άφησε ούτε μια μέρα τον κόσμο να ξεχάσει.
Πήρε στις πλάτες της όχι μόνο τον πόνο τον δικό της, τον αβάσταχτο, αλλά και τον πόνο όλων των μανάδων, πατεράδων, παιδιών και αδερφών, που έχασαν τους δικούς τους στο έγκλημα των Τεμπών. Παρά τον αποκλεισμό της, όπως και τον ουσιαστικό αποκλεισμό του θέματος από τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης, επέμενε να επαναφέρει το θέμα. Πήγε στο ευρωκοινοβούλιο να μιλήσει, και ξεκίνησε μαζί με τις οικογένειες των θυμάτων ένα ηλεκτρονικό ψήφισμα με αίτημα την αναθεώρηση του Συντάγματος και την κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών. Οι υπογραφές ξεπέρασαν ήδη το 1 εκατομμύριο το βράδυ της Τετάρτης και συνεχώς αυξάνονται. Μιλάμε για αριθμούς που υπερβαίνουν κατά πολύ ψηφίσματα σε χώρες με πληθυσμό πολλαπλάσιο του ελληνικού.
Το αίτημα μια μάνας. Το αίτημα 57 οικογενειών, από ατομικό έγινε συλλογικό, έγινε λαϊκό αίτημα για δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν πρόκειται να σταματήσουν. Κάνουν μέχρι και τις καμπάνες να χτυπούν πένθιμα. Βάφουν με κόκκινα γράμματα τα ονόματα των παιδιών τους έξω από τη βουλή. «Θα τους κυνηγήσουμε μέχρι να περπατήσουν κόκκινο χιόνι», λένε.Με ένα εκατομμύριο υπογραφές…
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.