Τα δέντρα διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εξισορρόπηση του αντίκτυπου που έχουν οι άνθρωποι στον πλανήτη, απορροφώντας περίπου το 1/3 των εκπομπών άνθρακα. Δηλαδή, χωρίς αυτά, είμαστε καταδικασμένοι.
Όπως επιβεβαιώνουν δυο διαφορετικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν το τελευταίο δεκαήμερο, η κλιματική αλλαγή έχει αποδυναμώσει την ικανότητα των δέντρων να αμύνονται.
Όλο αυτό έχει άμεση σχέση με το ‘τα δάση ξαναφτιάχνονται’ που ακούμε κάθε φορά που ξεσπάει δασική πυρκαγιά στην Ελλάδα. Το λόγο θα τον δούμε στη συνέχεια.
Προς το παρόν θα εστιάσουμε στο δράμα, στο οποίο έχουμε υποβάλει (και) τα δέντρα, αφού πρώτα δούμε τι μας προσφέρουν.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της πιο ζεστής πολιτείας των ΗΠΑ, Αριζόνα όπου ρεπορτάζ έπεισε και τους πλέον δύσπιστους για τα δώρα των δέντρων.
Πάμε τώρα, και στα τελευταία δεδομένα: δασικές πυρκαγιές πλήττουν όλη την Ευρώπη -ως γνωστόν στη λίστα είναι και η Ελλάδα. Στη Γαλλία δυο δασικές πυρκαγιές που εκδηλώθηκαν νοτιοδυτικά της χώρας, χρειάστηκε να επιχειρήσουν περισσότεροι από 2000 πυροσβέστες και είχαν ως αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους 37.000 άνθρωποι. Επίσης, καταστράφηκαν 208 τετραγωνικά χιλιόμετρα έκτασης.
Ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, η κυβέρνηση αποφάσισε να κόψει περισσότερα από 20 δέντρα (κάποια άνω των 100 ετών) γύρω από τον Πύργο του Άιφελ, ώστε να φτιάξει κήπου που θα διευκολύνει τους τουρίστες στα πικ νικ. Γεγονός που εύλογα προκάλεσε έντονες αντιδράσεις.
Την προηγούμενη εβδομάδα, πέθαναν περισσότεροι από 1000 ανθρώπους σε Ισπανία και Πορτογαλία, εξαιτίας του καύσωνα που είχε ως συνέπεια θερμοκρασίες έως 47 βαθμών Κελσίου, σε κάποια μέρη των χωρών.
Στην Ισπανία έχουν καταστραφεί περισσότερα από 220 τετραγωνικά χιλιόμετρα δασικής έκτασης, από τις περισσότερες από 30 πυρκαγιές που ξέσπασαν (με αιτία τον καύσωνα και θερμοκρασίες που έφτασαν έως τους 47 βαθμούς Κελσίου).
Στη Μεγάλη Βρετανία η υψηλή θερμοκρασία κάνει διαδοχικά ρεκόρ, έγινε και λόγος που διεκόπη η λειτουργία δυο αεροδρομίων, γιατί έλιωσαν οι διάδρομοι, ενώ ήταν ο λόγος φωτιών που ξέσπασαν και που όμοιες τους δεν έχουν δει οι Βρετανοί από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η κλιματική αλλαγή είναι αδιαπραγμάτευτη και κάνει ακόμα πιο δύσκολη τη ζωή των δέντρων -και κατά συνέπεια τη δική μας.
Έρευνα του Smithsonian (βλ. το μεγαλύτερο μουσείο, εκπαιδευτικό και ερευνητικό συγκρότημα στον κόσμο) επισήμανε πως η κλιματική αλλαγή κάνει τα δάση της Ευρώπης (μεταξύ πολλών σε όλων τον κόσμο) λιγότερο ανθεκτικά στα συνεχώς αυξανόμενα ακραία φαινόμενα.
“Εάν τα δάση δεν μπορούν να ανακάμψουν γρήγορα μετά τις καταστροφές, η ικανότητα τους να μετριάζουν την κλιματική αλλαγή μπορεί επίσης να μειωθεί, αποκλείοντας δυνητικά ακόμη περισσότερους κινδύνους για τα δάση” επισήμαναν οι συγγραφείς που μέτρησαν την αλλαγή στην ανθεκτικότητα των δασών σε όλο τον κόσμο μεταξύ 2000 και 2020, εφαρμόζοντας το machine learning σε δορυφορική παρακολούθηση δεδομένων βλάστησης.
Διαπιστώθηκε ότι τα άνυδρα, τροπικά και εύκρατα δάση (βλ. τα περισσότερα από τα δάση του κόσμου), δεν ‘ξαναγίνονται’ τόσο έντονα όσο παλιά. Από την άλλη, τα βόρεια δάση, τα οποία περιέχουν κωνοφόρα δέντρα και βρίσκονται σε βόρεια μέρη του πλανήτη, όπως ο Καναδάς και η Ρωσία, φαίνεται να έχουν γίνει πιο ανθεκτικά.
Η αποψίλωση των δασών και η υλοτομία (βλ. ανθρώπινο χέρι) επηρεάζουν την υγεία των δασών, κάτι που ισχύει και για τις ξηρασίες και τα ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως αυτά που αντιμετωπίζει η Ευρώπη αυτή τη στιγμή. Πολύ περισσότερο από την στιγμή που γίνονται πιο συνηθισμένα και πιο σοβαρά, για λόγους που αποκάλυψε μελέτη, της οποίας επικεφαλής συγγραφέας ήταν η Ελληνίδα -ανώτερη επιστήμονας του Ινστιτούτου Κλιματικής Έρευνας του Πότσνταμ-, Dr. Έφης Ρούση.
Οι ερευνητές του Smithsonian εξέτασαν και το αν παίζει ρόλο η ανθρώπινη διαχείριση στην μείωση της ανθεκτικότητας, εν τούτοις διαπιστώθηκε πως σε κάθε περίπτωση τα δάση αγωνίζονται να προσαρμοστούν. Τελευταία όμως, δίχως επιτυχία.
Ως μεγαλύτερος κίνδυνος αναγνωρίστηκε η κλιματική αλλαγή. Αυτό είχε επιβεβαιώσει και η μελέτη που δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 13/7, που επίσης τόνισε ότι η αδυναμία ανάκαμψης των δασών μετριάζει την ικανότητα τους να μας σώσουν από την κλιματική αλλαγή -όπως και αυξάνεται το ενδεχόμενο αντιμετώπισης περισσότερων κινδύνων.
Στην περίληψη της μελέτης, αναφέρθηκε ότι “τα δασικά οικοσυστήματα εξαρτώνται από την ικανότητά τους να αντέχουν και να ανακάμπτουν, από φυσικές και ανθρωπογενείς διαταραχές. Έρευνα του 2019 ενημέρωσε πως δεν υπάρχουν οι απαραίτητες πληροφορίες, για να εκτιμηθεί η ανθεκτικότητα των δέντρων, υπό τις παγκόσμιες κλιματικές αλλαγές.
Πειραματικά στοιχεία για ξαφνικές αυξήσεις στη θνησιμότητα των δέντρων εγείρουν ανησυχίες, σχετικά με τη διακύμανση της ανθεκτικότητας των δασών. Ωστόσο λίγα είναι γνωστά για το πώς εξελίσσεται (η ανθεκτικότητα), ως απάντηση στην κλιματική αλλαγή.
Στη μελέτη μας ενσωματώνουμε δείκτες βλάστησης που βασίζονται σε δορυφόρους με machine learning, για να δείξουμε πώς η ανθεκτικότητα των δασών έχει αλλάξει κατά την περίοδο 2000–2020.
Δείχνουμε ότι τα τροπικά, άνυδρα και εύκρατα δάση παρουσιάζουν σημαντική μείωση της ανθεκτικότητας, κάτι που πιθανός σχετίζεται με τους αυξημένους περιορισμούς του νερού και τη μεταβλητότητα του κλίματος.
Αντίθετα, τα βόρεια δάση παρουσιάζουν αποκλίνοντα τοπικά μοτίβα, με μια μέση αυξητική τάση στην ανθεκτικότητα -πιθανώς να επωφελούνται από την υπερθέρμανση και τη λίπανση CO2, η οποία μπορεί να αντισταθμίσει τις αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Αυτά τα μοτίβα εμφανίζονται με συνέπεια σε διαχειριζόμενα όσο και σε ανέπαφα δάση, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη κοινών μεγάλης κλίμακας κλιματικών παραγόντων.
Οι μειώσεις της ανθεκτικότητας συνδέονται στατιστικά με απότομες μειώσεις της πρωτογενούς παραγωγικότητας των δασών, που συμβαίνουν ως απόκριση στην αργή μετατόπιση προς ένα κρίσιμο όριο ανθεκτικότητας.
Περίπου το 23% των ανέπαφων μη διαταραγμένων δασών (αντιστοιχεί σε 3,32 Pg C ακαθάριστης πρωτογενούς παραγωγικότητας), έχουν ήδη φτάσει σε ένα κρίσιμο όριο και αντιμετωπίζουν περαιτέρω υποβάθμιση.
Μαζί, αυτά τα σήματα αποκαλύπτουν μια εκτεταμένη μείωση της ικανότητας των δασών να αντέχουν τις διαταραχές που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον σχεδιασμό των χερσαίων σχεδίων μετριασμού και προσαρμογής”.
Όλα τα παραπάνω καταστούν σαφές πως τα δέντρα προσπαθούν διαρκώς (από τη φύση τους) να προσαρμοστούν στις εξελίξεις, υπάρχουν όμως πια, παράγοντες που κάνουν πολύ δύσκολη αυτήν τη ‘δουλειά’. Και οι συνέπειες αυτής της αδυναμίας θα έχουν αντίκτυπο και στον άνθρωπο.
ΤΙ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ -ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΣΩΘΟΥΜΕ
Η φύτευση δισεκατομμυρίων δέντρων σε όλο τον κόσμο είναι ένας από τους μεγαλύτερους και φθηνότερους τρόπους, για την απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) από την ατμόσφαιρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης. Σε αυτό κατέληξαν ερευνητές που έκαναν τους υπολογισμούς, για το πόσα άλλα δέντρα θα μπορούσαν να φυτευτούν χωρίς να παραβιαστεί η καλλιέργεια γης ή οι αστικές περιοχές.
Ανακάλυψαν ότι υπάρχουν 1,7 δισεκατομμύρια εκτάρια άδενδρης γης στην οποία θα φύτρωναν φυσικά 1,2 tn δενδρύλλια γηγενών δέντρων (για ποσό που φτάνει στα 300 δισεκατομμύρια ευρώ).
Αυτή η έκταση είναι περίπου το 11% του συνόλου της γης. Ισοδυναμεί με το μέγεθος των ΗΠΑ και της Κίνας μαζί.
Οι τροπικές περιοχές θα μπορούσαν να έχουν 100% κάλυψη δέντρων, ενώ άλλες θα ήταν πιο αραιά καλυμμένες -πράγμα που σημαίνει ότι κατά μέσο όρο περίπου η μισή περιοχή θα ήταν κάτω από δέντρα.
Στα οφέλη αυτού είναι πως θα υπήρχαν δέντρα ικανά να απομακρύνουν το διοξείδιο του άνθρακα από τον αέρα, μέσω της φωτοσύνθεσης: καθώς μεγαλώνουν, απορροφούν και αποθηκεύουν τις εκπομπές CO2 που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη, που μας απειλεί.
Οι ίδιοι επιστήμονες εξήγησαν και πως η σχεδιαζόμενη αποκατάσταση των δασών θα χρειαζόταν 50-100 χρόνια για να επιτύχει το πλήρες αποτέλεσμα της απομάκρυνσης 200 δισεκατομμυρίων τόνων άνθρακα.
Η εναλλακτική είναι οι τεχνολογικές λύσεις που θα μπορούν να ‘αφαιρέσουν’ το διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα. Αυτές όμως, δεν υπάρχουν ακόμα. Τα δέντρα υπάρχουν “και είναι ο φθηνότερος τρόπος που όλοι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε”.
Πριν πάρουμε αέρα (και αρχίσουμε να λέμε για αναδασώσεις), να θυμίσουμε ότι η αναδάσωση δεν γίνεται όπου θέλουμε, όποτε θέλουμε. Χρειάζεται να περάσουν πέντε χρόνια, για να διαπιστωθεί ποιες περιοχές αναδασώνονται φυσικά από μόνες τους (που είναι το ζητούμενο) και ποιες όχι.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.