Είναι γεγονός πως, το ότι το ελληνικό έθνος συγκροτήθηκε με στόχο τη δημιουργία εθνικού κράτους και πώς το αρχικό ελληνικό κράτος απέκτησε σταδιακά διευρυνόμενο τα σύνορά του, έρχεται αντιμέτωπο με το μείζονος σημασίας ακανθώδες πρόβλημα, που μάστιζε όλες τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, την αδυναμία του κράτους να εξυψώσει την έννοια του έθνους ή και αντιστρόφως, την αδυναμία του έθνους να καλύψει τα όρια του κράτους.
Και αυτό γιατί, εν αντιθέσει με τη Δυτική πλευρά της Ευρώπης που αναδιαμορφωνόταν πολιτικά από την κοσμογονία της Γαλλικής Επανάστασης, η Ανατολική πλευρά της, μέσα στους κόλπους της οποίας εντάσσεται και η χώρα μας, παρέμενε στο περιθώριο των καθοριστικών εξελίξεων αδρανής, λόγω των αναχρονιστικών κοινωνικοοικονομικών δομών της, οι οποίες την οδήγησαν αναπόδραστα στην παρακμή.
Η πύρινη επιδίωξη της αλυτρωτικής εμμονής των Ελλήνων αποτέλεσε επί μακρόν το κατεξοχήν διακύβευμα της ευκαιριακής εκμετάλλευσης της πολιτικής ταυτότητας της Ελλάδας από τις προστάτιδες δυνάμεις. Το πρόβλημα αυτό αποκρυσταλλώθηκε αμέσως στον πολιτικό στίβο των Ελλήνων.
Η Ελλάδα γαλουχημένη εξ απαλών ονύχων στον παραδοσιακό και πρωτόγνωρο πολιτικό- διοικητικό και οικονομικό κόσμο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλήθηκε να ανταποκριθεί στα νεοφερμένα μοντέλα του Δυτικού αστικού κράτους. Αποδείχθηκε όμως αδύναμη μπροστά στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα με απότοκο την παραμόρφωση, την παρακμή και τον πολιτικό εκφυλισμό της.
Αυτό αποδεικνύεται και από την επιστροφή των παραδοσιακών πολιτικών τζακιών, τα οποία αν και είχαν απομακρυνθεί επί Καποδίστρια, εντούτοις επέστρεψαν δυναμικά μέσω του κοινοβουλευτισμού, για να αλώσουν πλήρως τον κρατικό τομέα δια μέσου του οποίου αναπαρήγαγαν την αδυσώπητη κυριαρχία τους.[1]
Οι ελπίδες λοιπόν περί εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού του ελληνικού κράτους αποδείχθησαν εν τη γενέσει τους φρούδες δαιμονοποιώντας τη δράση των προστάτιδων δυνάμεων ως νεκροθάφτη των εθνικών του πόθων.
«Το ελληνικόν ζήτημα εις την διπλωματίαν της Ρωσίας και της Αγγλίας εχρησίμευσεν ως πρόσχημα, καλύπτον άλλην ενέργειαν, ης σκοπός ήτο η έκτασις ιδίων ορίων και η προστασία ιδίων συμφερόντων». Γ. Φ. Φιλάρετος.[1]
Οι εξελίξεις στο πολιτικό επίπεδο από την έναρξη του Αγώνα ήταν ιδιαίτερα σύνθετες. Οι συγκροτημένες τοπικές πολιτικές παραδοσιακές δομές (ειδικά στην Πελοπόννησο) υπήρξαν καθοριστικός παράγοντας για την τελική νίκη της επανάστασης και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους. Βέβαια, καταλυτικό ρόλο διαδραμάτισε και η σημαντική και ακατάπαυστη δράση της στρατιωτικής ηγεσίας, καθώς άντεξε επί μακρόν έως η εκκολαπτόμενη αναγκαιότητα της εθνικής ανεξαρτησίας να καταστεί ως διεθνές πρόβλημα, που έχρηζε άμεσης επίλυσης.
Ωστόσο, η πολιτική εμπειρία των προκρίτων ήταν ένα νόμισμα με δύο όψεις. Στην πρώτη όψη κυριαρχούσε η εμμονή τους να μη χάσουν τα παραδοσιακά προνόμια και την εξουσία τους προς χάριν της δημιουργίας μίας συγκεντρωτικής κεντρικής εξουσίας, παραβλέποντας την αναγκαιότητα της υπάρξεως της για τη μελλοντική επιβίωση του νέου κράτους.[2]
Στη δεύτερη όψη, οι πρόκριτοι φοβούνταν για το μετεπαναστατικό καθεστώς. Φοβούνταν τη δύναμη και εν δυνάμει την ανυπακοή προς αυτούς του οπλισμένου ραγιά. Η απληστία τους όμως, απομύζησε τους στρατιωτικούς πόρους του επαναστατικού αγώνα βυθίζοντας τον στην οικονομική του αποδόμηση.
Έκτοτε αναπτύχθηκαν διάφορες ομάδες με ποικίλες πολιτικές και ιδεολογικές καταβολές. Οι ομάδες αυτές, υπό ανταγωνιστικών θέσεων, δημιούργησαν νέες προσδοκίες όσον αφορά την αναγκαιότητα σχηματισμού κεντρικής διοικήσεως. Μάλιστα, οι «κομματικές» φατρίες εμαίνοντο εις τόσον βαθμόν, ώστε να οδηγηθούν αναπόφευκτα στον εμφύλιο. Επί παραδείγματι κατά το πρώτο εξάμηνο της επανάστασης είχαμε τρία τουλάχιστον κέντρα πολιτικής εξουσίας, σχεδόν ανεξάρτητα μεταξύ τους, καθώς και πολλές εστίες αντιθέσεων: Προεστοί εναντίον καπεταναίων, δυτικόφιλοι εναντίον ρωσόφιλων, Φιλικοί εναντίον ντόπιων, οπαδοί της κεντρικής εξουσίας κατά των υπερασπιστών της παραδοσιακής τοπικής αυτονομίας. Απότοκος των αντίθετων αυτών πολιτικών ζυμώσεων ήταν αρχικά η επικράτηση του Μαυροκορδάτου στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου με τη θέσπιση του προσωρινού συντάγματος της 1.1.1822 υπό των βασικών αρχών του γαλλικού συντάγματος!
Η πολιτική δράση λοιπόν των Ελλήνων είχε διαμορφωθεί σε σπερματική μορφή ήδη κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, με απώτερο στόχο την προστασία και την προβολή των συμφερόντων ατόμων και κοινωνικών ομάδων για τη λειτουργία και την οργάνωση του κράτους και των θεσμών του.
Κινούμενοι σε αυτή τη γραμμή πλεύσης οι Έλληνες συγκρότησαν τα πολιτικά κόμματα στον Ελλαδικό χώρο με συγκεκριμένες ιδεολογικές συνιστώσες και συγκεκριμένα πολιτικά προγράμματα καθορίζοντας κατά τρόπο τινά την πολιτική εικόνα του δημόσιου βίου τους.
Μετά την Επανάσταση λοιπόν του 1821 επικρατούσε η κοινή πεποίθηση για τη σύγκληση ενιαίας πολιτικής στην Ελλάδα. Παρά την πολυαρχία που είχε ήδη προηγηθεί, τις προσωπικές φιλοδοξίες των τοπικών ηγετών και τις αντιπαραθέσεις γενικότερα της πολιτικής με τη στρατιωτική φατρία, οι διεκδικούντες την εξουσία φέρονταν αποφασισμένοι να θεσπίσουν ενιαίο πολιτικό σύστημα καθοδήγησης εν όψει της πολυπόθητης συγκρότησης της Ελληνικής Πολιτείας.
Κυριακοπούλου Άννα
[1] Γ. Φιλάρετος, Ξενοκρατία και βασιλεία εν Ελλάδι, 1821-1897, Επικαιρότητα, Αθήνα 1973, σ.26
[2] Ν. Ροτζώκος, Επανάσταση και εμφύλιος στο Εικοσιένα, Αθήνα 1997, σ.9-15.
[1] Κ. Τσουκαλάς, Κράτος και κοινωνία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα , κεφ. Όψεις της ελληνικής κοινωνίας, Αθήνα 1986, σ. 39-54.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.