Του Βασίλη Τραϊανόπουλου*
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου για τα εργασιακά που κατατέθηκε στη Βουλή, σε περίπτωση απόλυσης εργαζόμενου για λόγους εκτός αυτών που αναφέρονται περιοριστικά στη σχετική διάταξη (απόλυσης εγκύων, απόλυσης λόγω εκδικητικότητας, απόλυσης λόγω ενάσκησης νομίμου δικαιώματος των εργαζομένων κ.α), ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση επαναπρόσληψης του εργαζόμενου σε περίπτωση άκυρης απόλυσης, και απλώς έχει την υποχρέωση πληρωμής πρόσθετης αποζημίωσης (από 3 μήνες έως και το διπλάσιο της αποζημίωσης).
Που βρίσκεται όμως το πρώτο κλειδί της ανωτέρω ρύθμισης;
Στη συντριπτική πλειοψηφία των απολύσεων εδώ και πολλά χρόνια, ο εργοδότης επικαλείται απολύσεις για οικονομοτεχνικούς λόγους (π.χ αναδιάρθρωση της επιχείρησης, οικονομικές δυσκολίες, μείωση κερδοφορίας, κ.λ.π), έστω και αν οι απολύσεις πολλές φορές έχουν να κάνουν με άλλους λόγους, όπως π.χ. με την άσκηση νομίμου δικαιώματος ή διεκδίκηση αυτού από τον εργαζόμενο.
Έτσι αν ο εργαζόμενος για παράδειγμα ζητά να του καταβληθεί ένα νόμιμο επίδομα (επίδομα αδείας, προσαύξηση υπερωριών, κ.ά.) ή καταγγείλει στις αρμόδιες αρχές την μη τήρηση διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ως λόγος απόλυσης δεν εμφανίζεται η εκδικητικότητα του εργοδότη, αλλά συνήθως ο λόγος απόλυσης παρουσιάζεται ως οικονομοτεχνικός.
Ο λόγος απόλυσης όμως για αυτή την αιτία δεν αναγράφεται σε αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στη διάταξη του σχεδίου νόμου και πρακτικά αυτό σημαίνει ότι καταργείται το δικαίωμα επαναπρόσληψης των εργαζομένων, καταργώντας το δικαίωμα αυτό στον μεγαλύτερο αριθμό των απολύσεων που είναι καταχρηστικές.
Καταργώντας το δικαίωμα επαναπρόσληψης του εργαζόμενου, καταργείται αυτομάτως το δικαίωμα της διεκδίκησης και λήψης μισθών υπερημερίας από τον εργαζόμενο μέχρι την επαναπρόσληψή του, και εδώ βρίσκεται το δεύτερο κλειδί της διάταξης προς ψήφιση.
Σήμερα, ο εργαζόμενος σε περίπτωση παράνομης ή καταχρηστικής απόλυσης έχει το δικαίωμα να προσφύγει δικαστικά και να απαιτήσει την επιστροφή του στην δουλειά, υποχρεώνοντας τον εργοδότη να καταβάλλει μισθούς υπερημερίας (656 ΑΚ), συνήθως πολλών ετών (ακόμα και δεκαετίας).
Με τη συγκεκριμένη διάταξη προς ψήφιση, οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από αυτό το βάρος (πληρωμής μισθών υπερημερίας). Η καταβολή μισθών υπερημερίας στους εργαζόμενους σε περίπτωση καταχρηστικών απολύσεων είναι το ουσιαστικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις εδώ και δεκαετίες στις εργατικές διαφορές (αποτελούν πραγματικό φόβητρο σε αυτές), καθώς τα ποσά που οφείλονται και καταβάλλονται στους εργαζόμενους είναι πολύ σημαντικά και πολλαπλάσια από αυτά των οφειλομένων δεδουλευμένων αποδοχών ή οφειλομένων αποζημιώσεων σε πολλές περιπτώσεις. Ακριβώς αυτό το γεγονός λειτουργεί αποτρεπτικά για να προβαίνουν οι επιχειρήσεις σε καταχρηστικές απολύσεις. Τονίζουμε ότι στους μισθούς υπερημερίας συμπεριλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εισφορές – ασφαλιστική κάλυψη του εργαζόμενου.
Σε καμία περίπτωση δεν γεννάται θέμα σύγκρισης του ποσού της επιπλέον αποζημίωσης που προβλέπεται στο προς ψήφιση νομοσχέδιο (η οποία μάλιστα θα περιορίζεται σημαντικά από την οικονομική κατάσταση που θα εμφανίζει η επιχείρηση ), με τα πραγματικά υψηλά ποσά των μισθών υπερημερίας που επιδικάζονται μέχρι σήμερα σε περίπτωση καταχρηστικών απολύσεων (ακόμη και μισθοί πολλών ετών).
Με τη συγκεκριμένη διάταξη επομένως κοστίζει πράγματι πολύ φθηνά στον εργοδότη η καταχρηστική απόλυση εργαζόμενου και έτσι ευνοούνται οι καταχρηστικές συμπεριφορές των εργοδοτών σε βάρος των εργαζομένων ως προς τα ζητήματα των απολύσεων.
Επιπροσθέτως σήμερα, από το Δικαστήριο ελέγχεται αφενός ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην απόφασή του εργοδότη και στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας συγκεκριμένου εργαζόμενου, ως έσχατο μέσον αντιμετώπισης των προβλημάτων της επιχείρησης, ελέγχεται η καταγγελία σύμβασης εργασίας για οικονομοτεχνικούς λόγους, όπως επίσης η επιλογή από τον εργοδότη του απολυομένου μισθωτού η οποία πρέπει να γίνεται βάσει κοινωνικών και οικονομικών κριτηρίων, έτσι ώστε να απολύεται ο λιγότερο πληττόμενος από την απώλεια της θέσης εργασίας (οικογενειακή κατάσταση, ηλικία, κ.λ.π).
Όλα πλέον τα ανωτέρω όμως με το προτεινόμενο νομοσχέδιο ελάχιστη σημασία έχουν, διότι η καταχρηστική συμπεριφορά του εργοδότη και ο ανέλεγκτος τρόπος επιλογής του απολυόμενου εργαζόμενου, ουσιαστικά ελάχιστα κοστίζει σε αυτόν (εργοδότη).
Κατά συνέπεια το νομοσχέδιο περιορίζει την ουσιαστική προστασία των εργαζομένων από καταχρηστικές απολύσεις. Μόνη η υποβολή ενός αιτήματος από την πλευρά του εργοδότη θα αρκεί ώστε το δικαστήριο να μην έχει τη δυνατότητα να διατάξει την επαναπασχόληση του εργαζομένου και την καταβολή μισθών υπερημερίας.
Είναι προφανές ότι οι απολύσεις διευκολύνονται, απελευθερώνονται, γίνονται ανεξέλεγκτες.
Επίσης ανοίγει ο δρόμος να απολυθούν εργαζόμενοι μεγαλύτερων ηλικιών, που είναι σαφώς κοινωνικά ευάλωτοι, οι οποίοι βρίσκονται λίγα μόλις χρόνια πριν την συνταξιοδότηση, χωρίς όμως την δυνατότητα να αναζητήσουν εύκολα εργασία αλλού και έτσι να παραμένουν ανασφάλιστοι, κάτι που ασφαλώς δημιουργεί σημαντικό κοινωνικό πρόβλημα.
Το βασικότερο όμως είναι ότι ο σημαντικός περιορισμός του οικονομικού κόστους των απολυθέντων εργαζομένων που επωμίζονται οι επιχειρήσεις όταν απολύουν καταχρηστικά (η καταχρηστικότητα της καταγγελίας δεν θα αποτελεί ιδιαίτερο πια εμπόδιο), θα οδηγήσει σταδιακά σε επιλογές διατήρησης θέσεων εργασίας εργαζομένων με χαμηλό κόστος (χαμηλά αμειβόμενους) αλλά και με λιγότερα εργασιακά δικαιώματα και τούτο θα καταλήξει νομοτελειακά σε χαμηλούς μισθούς στην αγορά εργασίας (συμπίεση μισθών προς τα κάτω) αλλά και θα αποτρέψει τους εργαζόμενους από την διεκδίκηση περαιτέρω εργασιακών δικαιωμάτων.
Τέλος, τονίζω την σημαντική απώλεια ασφαλιστικών εισφορών από τα ασφαλιστικά ταμεία μέσω της μή επιδίκασης, πολύ σημαντικών κονδυλίων μισθών υπερημερίας.
*Ο Βασίλης Τραϊανόπουλος είναι Ειδικός Επιθεωρητής Εργασίας
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.