Η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη ξεδιπλώνει γνωστές αλλά και υποφωτισμένες πτυχές της ιστορίας μας
Φθάνεις στο ισόγειο ήδη γεμάτος πληροφορίες, εικόνες και σκέψεις. Πιστεύεις ότι η έκθεση δεν μπορεί να σε εκπλήξει άλλο, επειδή, ξεκινώντας από τον δεύτερο όροφο και ολοκληρώνοντας την περιήγηση του πρώτου, έχεις διανύσει περίπου 60 χρόνια πυκνής ιστορίας. Η έκθεση «1821, Πριν και Μετά» που παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη/Πειραιώς, καλύπτοντας το σύνολο των εκθεσιακών του χώρων, είναι ένα μουσείο μέσα στο μουσείο. Τοποθετώντας στο επίκεντρο της αφήγησης την Ελληνική Επανάσταση, διερευνά το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο της περιόδου ξεκινώντας από τα Ορλωφικά του 1770. Στην πορεία ξετυλίγει περίπου έναν αιώνα ιστορικών γεγονότων, πολεμικών συγκρούσεων, πολιτισμικών εξελίξεων, τέχνης, ιδεών και οραμάτων χάρη στον εντυπωσιακό πλούτο των τεκμηρίων που διαθέτει το Μπενάκη, στα οποία προστέθηκαν πολύτιμα δάνεια από τις συλλογές τριών μεγάλων τραπεζών και συλλεκτών.
Αφήνοντας ωστόσο τον πρώτο όροφο, η Επανάσταση έχει ολοκληρωθεί και έχουν μπει οι βάσεις της λειτουργίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. «Εφυγε» και ο Κυβερνήτης, στον οποίο είναι αφιερωμένη η τελευταία ενότητα του ορόφου. Οπότε τι ακολουθεί; Το πιο δυνατό κομμάτι αυτής της έκθεσης, το «Μετά».
«Τι ξέρουμε για την περίοδο από το 1832 έως περίπου το 1880; Στην πραγματικότητα, λίγα πράγματα: τον Οθωνα, τον Γεώργιο Α΄ και τη Βαυαροκρατία, μια περίοδο που σκεφτόμαστε συνήθως ως αρνητική. Από εκεί οι ιστορικές μας γνώσεις κάνουν ένα άλμα και φθάνουν στους Βαλκανικούς Πολέμους», λέει ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος, συνεπιμελητής της έκθεσης μαζί με την ιστορικό Μαρία Δημητριάδου – υπεύθυνοι των Ιστορικών Αρχείων του Μουσείου Μπενάκη. «Ομως δεν θα μπορούσαμε να συναντήσουμε τον 20ό αιώνα χωρίς να δούμε μια ιστορική περίοδο που κάλυψε τρεις γενιές και μας κληροδότησε σημαντικά επιτεύγματα», προσθέτει.
Η συζήτησή μας αφορά το εντυπωσιακό τρίτο μέρος της έκθεσης, που είναι μάλιστα το μεγαλύτερο: Μεστό από εκθέματα, απλώνεται σε μια αίθουσα 1.500 τ.μ. και μας μεταφέρει σε μια εν πολλοίς άγνωστη Ελλάδα. Ξεκινά με ζωγραφική, τον πίνακα του Νικολάου Φερεκείδη «Η υποδοχή του βασιλέα Οθωνα της Ελλάδος στο Ναύπλιο». Χρονολογικά κλείνει και πάλι με ζωγραφική, το εξαιρετικό έργο του Κωνσταντίνου Βολανάκη «Τα εγκαίνια της Διώρυγας της Κορίνθου», που εκφράζει τον δυναμισμό και την αισιοδοξία του νέου ελληνισμού λίγο πριν από το τέλος του 19ου αιώνα.
«Η έκθεση που φιλοξενείται στο ισόγειο γοητεύει τον επισκέπτη που θα μείνει στην ελαιογραφία, παρακινεί εκείνον που θα διαβάσει τα γραπτά τεκμήρια και προκαλεί αυτόν που θέλει να ανακαλύψει περισσότερα στοιχεία για γεγονότα που ίσως δεν γνώριζε», σχολιάζουν οι επιμελητές. «Εδώ συγκροτήσαμε μια οικεία για το ευρύ κοινό ανάγνωση της Ιστορίας σε πολλά επίπεδα, με τη βοήθεια υλικού που σπανίως εκτίθεται. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε συνέβησαν σημαντικές εξελίξεις για τη νεότερη Ελλάδα: λειτούργησε το Πανεπιστήμιο και η Βουλή, διευρύνθηκε η μέση εκπαίδευση, παρήχθη τέχνη, επιβλήθηκε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τότε συγκροτήθηκε ουσιαστικά η ηθική ενοποίηση των Ελλήνων. Αυτό συνέβη όχι μόνον μέσα από τα μυθεύματα που έφθασαν ώς εμάς, αλλά και μέσα από τη βιωμένη καθημερινότητα εκείνων των χρόνων. Για παράδειγμα, η Αθήνα ως νέα πρωτεύουσα ανέλαβε τότε το βάρος της σύνδεσης του ένδοξου αρχαίου παρελθόντος με το ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας. Και αποτέλεσε ένα δυτικό πείραμα που διαμόρφωσε εντέλει στη συνείδηση των πολιτών μια ισχυρή νεοελληνική ταυτότητα».
Η ενότητα που αφορά την πρωτεύουσα –μια Αθήνα η οποία «κοίταζε προς τη Δύση, αλλά είχε ακόμη πολλές αντιστάσεις και τον νου της στραμμένο στην Κωνσταντινούπολη», όπως σχολιάζουν οι δύο ιστορικοί– αποτελεί ένα από τα πιο γοητευτικά σημεία της εκθεσιακής αφήγησης για τον επισκέπτη του ισογείου. Στην περιήγηση που βεβαίως ακολουθεί τη χρονολογική σειρά των γεγονότων έχει προηγηθεί ένα ακόμη ορόσημο: είναι η νοητή τομή μεταξύ της Επανάστασης ως ιστορικής οντότητας και της Επανάστασης ως συμβόλου εθνικής αναγέννησης. Με πολύ λιτό τρόπο που δεν εκμαιεύει τη συγκίνηση, τα κηδειόσημα που μαρτυρούν το βιολογικό τέλος των ηγετών του Αγώνα εκτίθενται δίπλα στην περίφημη «Δόξα» του Νικολάου Γύζη, που μας εισάγει στον Συμβολισμό. Η εθνική ιδεολογία που αποτυπώνεται εικαστικά από τους ζωγράφους της Σχολής του Μονάχου συγκροτεί πλέον την ψυχή του νέου ελληνικού κράτους και αναλαμβάνει να γίνει ο φορέας της συλλογικής μνήμης και των ιδεολογημάτων.
«Στην ουσία θέλουμε να πούμε μέσω της έκθεσης ότι η Επανάσταση γέννησε ένα νεωτερικό κράτος», λένε οι δύο ιστορικοί – επιμελητές. «Μας ενδιαφέρει να καταγράψουμε τους θεσμούς και τις δομές του επειδή βγαίνουν από τη λογική του μύθου και βοήθησαν τη χώρα να φθάσει στον 20ό αιώνα. Μέσα από τα εκθέματα αντιλαμβανόμαστε τη συνεχή ροή μιας ιστορικής λειτουργίας που ξεκίνησε από την επιθυμία των Ελλήνων να αυτονομηθούν. Ο πόθος τους ευοδώθηκε μέσω του ένοπλου αγώνα, αλλά και των πολιτικών προσπαθειών που συνέδεσαν την Επανάσταση με την Ευρώπη. Η πολιτική ζωή αυτής της περιόδου –συνήθως υποφωτισμένη–, που δηλώνεται από το πλήθος των θεσμικών κειμένων, συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η κληρονομιά που λάβαμε ενυπάρχει στο κράτος το οποίο βιώνουμε καθημερινά, με όλες του τις δυσκολίες βεβαίως».
Σε αυτή την απλωμένη αφήγηση του 19ου αιώνα που πλέκει όσα έχουμε ήδη στην ψυχή μας με καινούργιες γνώσεις, ξεχωριστή θέση έχει η ενότητα «Από τη φουστανέλα στα φράγκικα». Εδώ παρουσιάζει την αστικοποίηση του νεότερου ελληνικού ενδύματος μέσα από τους θησαυρούς της συλλογής του ενδυματολόγου – σκηνογράφου Διονύση Φωτόπουλου. Η αποτύπωση του «δημοσίου κύρους» του ενδύματος αναδεικνύει την ατμόσφαιρα της εποχής, ενώ τα έργα των σύγχρονων καλλιτεχνών που αποτελούν μέρος της ίδιας συλλογής συνδιαλέγονται με τον απόηχο και τη γοητεία της Επανάστασης έως τις μέρες μας.
Η περιήγηση ολοκληρώνεται με ένα σχόλιο για την επίδραση του 1821 στην ελληνική τέχνη του 20ού αιώνα. Εκτίθενται έργα ζωγραφικής, χαρακτικής και γλυπτικής που ανανεώνουν τον μύθο και ξανακοιτούν τα πρόσωπα του Αγώνα με νέο βλέμμα. Το τελευταίο δωμάτιο είναι αφιερωμένο στη μουσική με ένα μόνον έκθεμα: την πρωτότυπη παρτιτούρα από τη δεύτερη μελοποίηση του «Υμνου εις την ελευθερίαν» του Νικολάου Μάντζαρου, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1843.
Στην εξαιρετική αφήγηση της έκθεσης, που «αναπνέει» παρά το μέγεθός της, έχουν συμβάλει οι σκηνογράφοι Παύλος Θανόπουλος και Ναταλία Μπούρα με πολύ καλαίσθητες παρεμβάσεις. Η έκθεση «1821, Πριν και Μετά» συνδιοργανώνεται από το Μουσείο Μπενάκη, την Τράπεζα της Ελλάδος, την Εθνική Τράπεζα και την Alpha Bank.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.